- λευκάμπυξ
- λευκ-άμπυξ, ῠκος, ὁ, ἡ, τό,A with white headband,
πῦρ Opp. H.4.238
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πῦρ Opp. H.4.238
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λευκάμπυξ — λευκάμπυξ, υκος, ὁ, ἡ, τὸ (Α) αυτός που φορά λευκό κεφαλόδεσμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + ἄμπυξ «ταινία για το δέσιμο τών μαλλιών»] … Dictionary of Greek
άμπυξ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεσσαλός, γιος του Τιτάρονα ή Τιταίρονα· τον σκότωσε o γιος του, μάντης Μόψος. 2. Θεσσαλός, πατέρας του Φήμιου, επώνυμου ήρωα των Φημιών στην Αρναία. 3. Πρόγονος του Πατρέα, επώνυμου ήρωα των Πατρών. 4. Πατέρας του… … Dictionary of Greek
λευκ(ο)- — (AM λευκ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθετο λευκός. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. λευκοθώραξ, λευκοπρόσωπος) με… … Dictionary of Greek